- τετρακότυλος
- -ον, Ααυτός που μπορεί να χωρέσει τέσσερεις κοτύλες («τετρακότυλος κύλιξ», Ιπποκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)-* + -κότυλος (< κοτύλη «μικρό αγγείο, μέτρο υγρών»), πρβλ. πεντα-κότυλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετρακότυλον — τετρακότυλος holding four masc/fem acc sg τετρακότυλος holding four neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρακοτυλιαίος — αία, ον, Α τετρακότυλος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρακότυλος + κατάλ. ιαῖος*] … Dictionary of Greek
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek